- εκχράω
- (I)ἐκχράω ιων. τ. ἐκχρέω (Α)1. εξαρκώ, επαρκώ, είμαι επαρκής για κάτι, ικανοποιώ, αρέσω2. απρόσ. ἐκχρήσει, ἐξέχρησε με απρμφ.θα είναι ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῡτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» — πώς θα αρέσει —θα είναι ανεκτό— στον βασιλέα να έχει υποστεί αυτές τις προσβολές;)————————(II)ἐκχράω (Α)αναγγέλλω ως χρησμό, χρησμοδοτώ, προλέγω, θεσπίζω («τὰ πόλλ' ἐκεῑν' ὅτ' ἐξέχρη κακά» — όταν προείπε [χρησμοδότησε] τις πολλές εκείνες συμφορές).
Dictionary of Greek. 2013.